Απόγευμα Σαββάτου, πρέπει να ήτανε δεν ήτανε 5.30. Καθότανε στη μικρή, περιποιημένη, λουλουδένια βεραντούλα της, και το αεράκι ήτανε δροσερό. Σκεφτότανε. Σκέψεις πηγαίνανε και ερχόντουσαν. Κάποια στιγμή, παίρνει μια βαθιά ανάσα και μαζί τη μεγάλη γι’ αυτήν απόφαση. Κατεβαίνει τα σκαλιά, αργά αργά, που οδηγούν στο δωμάτιο των αναμνήσεων της. Ανοίγει διστακτικά την ξύλινη σκαλιστή πόρτα και αφήνει στο πλάι, σ’ ένα ετοιμόρροπο τραπεζάκι, τη λάμπα πετρελαίου που είχε φέρει μαζί της. Σάστισε. Ένα ρίγος τη διαπέρασε και μια παράξενη μυρωδιά τρύπησε τα ρουθούνια της, γεμίζοντας τα μάτια της…
Διαβάστε περισσότερα